Όταν ο φιλόσοφος λαός μιλά με ‘’πονεμένο λόγο’’ η Σούλα σωπαίνει k φωτογραφεί.
Της μάνας
Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας στον Κάτου κόσμο,
κι’ αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω,
που κι’ αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.
Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχωρισμό σου;
Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι αν τα σφαλίσω στην καρδία, γρήγορα σ’ ανταμώνω.
Της μάνας
Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας στον Κάτου κόσμο,
κι’ αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω,
που κι’ αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.
Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχωρισμό σου;
Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι αν τα σφαλίσω στην καρδία, γρήγορα σ’ ανταμώνω.